- κατευκτικός
- κατευκ-τικός, ή, όν,A entreating. Adv. -κῶς Sch.S.Aj.831 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατευκτικός — κατευκτικός, ή, όν (Α) [κατεύχομαι] παρακλητικός, ικετευτικός. επίρρ... κατευκτικῶς (Α) με παρακλήσεις, ικετευτικά, με ευχές … Dictionary of Greek
κατευκτικῶς — κατευκτικός entreating. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)